Η νόσος Barrett είναι μία παθολογική οντότητα που αφορά στον οισοφάγο και έχει αυξανόμενη επίπτωση εξαιτίας της ιδιαίτερα αυξημένης συχνότητας εμφάνισης της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης που τον προκαλεί. Πρόκειται για μία αλλαγή του φυσιολογικού πλακώδους επιθηλίου του κατώτερου οισοφάγου που δέχεται την χρόνια επίδραση των όξινων γαστρικών υγρών, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μεταπλαστικού κυλινδρικού επιθηλίου παρόμοιου με αυτό που υπάρχει στο στομάχι. Η ιδιαιτερότητα του οισοφάγου Barrett είναι ότι σχετίζεται με μία κατά περίπτωση αυξημένη συχνότητα ανάπτυξης κακοήθειας, ανάλογα με την έκταση του Barrett καθώς και την παρουσία ή μη δυσπλαστικών αλλοιώσεων. Για το λόγο αυτό η έγκαιρη ανίχνευση στη διάρκεια μίας απλής γαστροσκόπησης, αλλά και η καθιέρωση μίας ορθής στρατηγικής παρακολούθησης είναι κρίσιμης σημασίας.
Στην περίπτωση εκείνη που έχει ήδη αναπτυχθεί μία πρώιμη μορφή καρκίνου σε έδαφος οισοφάγου Barrett μπορεί υπό προϋποθέσεις να εφαρμοστεί ενδοσκοπική θεραπεία αποφεύγοντας δυσκολότερα μέτρα, όπως μία χειρουργική αντιμετώπιση. Εφ’ όσον η κακοήθης αλλοίωση δεν διηθεί βαθιά τον υποβλεννογόνιο χιτώνα του τοιχώματος του οισοφάγου μπορεί αυτή να αφαιρεθεί ενδοσκοπικά με ειδική τεχνική βλεννογονεκτομής (EMR-L) στη διάρκεια μίας γαστροσκόπησης. Σε δεύτερο χρόνο προγραμματίζεται ο καυτηριασμός του εναπομείναντος οισοφάγου Barrett με ραδιοκύματα (RFA) είτε σε μία είτε σε περισσότερες συνεδρίες ανάλογα με την έκτασή του. Η μέθοδος είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, για αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η έγκαιρη ανίχνευση δυσπλαστικών αλλοιώσεων σε οισοφάγο Barrett. Τόσο η ενδοσκοπική βλεννογονεκτομή στον οισοφάγο Barrett όσο και ο καυτηριασμός με ραδιοκύματα απαιτούν συνήθως νοσηλεία τουλάχιστον 1 ημέρας.